- Ἰβύκειον
- Ἰβύκειον σχῆμα, τό, use of the termination -σι in [ per.] 3sg. of Subj., Hdn.Fig.p.101 S. (From the poet Ibycus.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἰβύκειον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβυκείου — Ἰβύκειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβυκείῳ — Ἰβύκειον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβύκειο — το (Α ἰβύκειον) νεοελλ. φρ. «ιβύκειο μέτρο» το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη… … Dictionary of Greek